Ο γάμος ήταν το μοναδικό χαρμόσυνο γεγονός στην Παλιά Μάνη... Στην παλιά Μάνη δεν υπήρχαν χαρούμενες γιορτές και επέτειοι. Είχαν καταργηθεί σχεδόν και οι ονομαστικές εορτές. Οι λύπες ήσαν απείρως περισσότερες και τα μαύρα είχαν καθιερωθεί σαν τοπική φορεσιά. Οι μοναδικές χαρές, όπως τις έλεγαν ήταν ο γάμος και η γέννηση αγοριού, γιατί ήξεραν πολύ καλά όπως οι αρχαίοι Έλληνες ότι αυτό, το αγόρι, ο «κούρος» όπως το έλεγαν, βιολογικά θα διαιώνιζε την οικογένεια, την φυλή και θα ήταν ένα ντουφέκι παραπάνω στον αγώνα.
Τον γάμο λοιπόν τον συνδύαζαν με την αναγέννηση της οικογένειας, της φαμίλιας, της φυλής, κάτι όπως ο καινούργιος χρόνος. Μόνον στα νεότερα χρόνια λέγανε τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κάλαντα από σπίτι σε σπίτι και φτιάχνανε δίπλες, λελάγγια και μελομπουκιές (παραδοσιακά φαγητά και κεράσματα).
Χαρές λοιπόν ονόμαζαν τους γάμους. «Στις χαρές σου» λέγανε συχνά στις προπόσεις τους με κρασί ή με κεράσματα. Στην παλιά Μάνη, σε καμία άλλη περίπτωση δεν τραγουδούσαν και δεν χόρευαν, εκτός από τον γάμο. Ο γάμος γιορταζόταν κατά τον πιο επίσημο και επιδεικτικό τρόπο, γιʼ αυτό τον λέγανε και «χαρά». Πολλές φορές ακόμα και σήμερα, ακούμε, ειδικά από πιο μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους, την πρόποση «Στις χαρές σου», που σημαίνει στο γάμο σου και προέρχεται από την Παλιά Μάνη.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το όνομα του κοριτσιού μιας οικογένειας συνοδευότανε από την κατάληξη …ίτσα, ενώ το όνομα της καινούργιας γυναίκας στην οικογένεια, της νύφης, είχε το επίθετο με την κατάληξη …έισα. Αυτά κυρίως για την αποσκιαδερή Μάνη. Για παράδειγμα, η γυναίκα του Νικολάου Πλαγιαννάκου του Βασιλείου, έχανε τόσο το επίθετό της, όσο και το μικρό της όνομα και λεγόταν μετά τον γάμο της Νικολάου Πλαγιαννέϊσα Βασιλόνυφη. Αναφερόταν δηλαδή και σαν νύφη του αρχηγού της οικογένειας που ήταν ο πατέρας του γαμπρού. Κάτι παρόμοιο γινότανε και στην παλιά Ρωσία.
Για το γάμο λάμβαναν ειδοποίηση όλοι οι συγγενείς εγκαίρως σʼ όλα τα χωριά. Στο σπίτι του γαμπρού γίνονταν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες. Επιστρατευόντουσαν όλες οι κοπέλες, συγγενείς και φιλικά πρόσωπα για να αλέσουν το στάρι και να φτιάξουν τα ψωμιά του γάμου ανάλογα με τους καλεσμένους.
Σαν προίκα, εκτός από τα διάφορα χωράφια (λαχίδια) που έπαιρνε η νύφη, αρκετά για την συμβολή της στο νέο της σπιτικό, έπαιρνε και πολλά οικιακά σκεύη ή και σκουτιά (ρούχα) ή μπατανίες (κουβέρτες) και άλλα. Στα σκουτιά επάνω πολλές φορές καρφίτσωναν με διάφορες κορδέλες δεμένα, παλαιά νομίσματα αξίας, συνήθως ασημένια.
Πολλά απʼ αυτά δωριζόντουσαν αργότερα στην γέννηση κάποιου νέου μέλους άλλης οικογένειας, συνήθως αγοριού, μαζί με βαμβάκι που σήμαιναν: το παιδί να ζήσει ως τα βαθιά γεράματα έχοντας την δύναμη του χρήματος. Πάντως και οι δύο ευχές είχαν προφανώς γεννηθεί από τις δύο βασικές ελλείψεις των παλιών Μανιατών. Πρώτον, ότι ο μέσος όρος ζωής ήταν φοβερά κατεβασμένος εξαιτίας των πολλών σκοτωμών από τις εκδικήσεις και αντεκδικήσεις. Δεύτερον, διότι οι Μανιάτες ήταν υπερβολικά φτωχοί άνθρωποι και ήταν φυσικό να έχουν την παραπάνω επιθυμία.
Στα προικιά λοιπόν και στα σκουτιά δίνανε και μερικές εικόνες οικογενειακές για να συνοδεύουν Χριστιανικά τη νύφη στο νέο της σπιτικό και τραγουδούσαν:
“Τώρα την αυγή, τώρα η αυγή χαράζει, τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε: ο δυόσμος και ο βασιλικός και ταʼ άσπρο καρυοφύλλι Αυτά τα τρία μαλώνανε το πιο μυρίζει κάλλιο. Πετιέται το τριαντάφυλλο το μοσχομυρωδάτο. Σωπάστε βρωμολούλουδα και σεις βρωμοβοτάνια, Τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο της άνοιξης στολίδι, Που το χειμώνα κρύβομαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, Το Μάη μήνα φαίνομαι σε νιού γαμπρού κεφάλι, Σε παντρεμένης γόνατα στου κοριτσιού τον κόρφο στης χήρας το προσκέφαλο βραδιάζω ξημερώνω”.
Όλα τα κινητά αντικείμενα της προίκας μεταφερόντουσαν με καραβάνι από μουλάρια και άλογα στο σπίτι του γαμπρού για την καινούργια εγκατάσταση. Τα ζώα αυτά ήσαν στολισμένα με μεταξωτά μαντίλια, χρωματιστά από καθαρό μετάξι, που ύφαιναν οι ίδιες οι Μανιάτισσες χωρίς πρόσθετα και άλλες σύγχρονες αλχημείες. Το σημαντικότερο βέβαια στοιχείο σε μια προίκα ήταν η στέρνα. Η “γλιστέρνα” όπως την έλεγαν, γιατί το νερό ήταν στην παλιά Μάνη ο θησαυρός. Περισσότερο και από τα κτήματα και από τα σκουτιά και …πολλές φορές και απʼ αυτή την ίδια τη νύφη!!
Σε άλλα μέρη, κυρίως της μέσα Μάνης, προίκα δεν δινόταν στην νύφη και τα έξοδα του γάμου καλύπτονταν από τα δώρα των συγγενών του γαμπρού .Οι αρραβώνες γινόντουσαν με πολύ απλό τρόπο. Πήγαιναν κάποιοι άντρες στο σπίτι της νύφης, έριχναν μερικούς πυροβολισμούς, έπαιρναν ένα δακτυλίδι και το περνούσαν στα δάκτυλα των αρραβωνιασμένων και μετά κερνιόντουσαν ρακί Καλαμών.
Ο αρραβωνιαστικός έβλεπε την αρραβωνιαστικιά του παρόντων των γονέων της και αδελφών της, και ποτέ μόνη. Πολλές φορές οι αρραβώνες γινόντουσαν χωρίς να είναι παρόντες οι αρραβωνιασμένοι. Αρκούσε να πήγαιναν δύο τρεις άντρες από το μέρος του γαμπρού στο σπίτι της νύφης και να έριχναν μερικές ντουφεκιές. Σε άλλη περίπτωση ήταν αρκετό να πυροβολήσει ο γαμπρός χωρίς να πάει στο σπίτι της νύφης, ή από το χωριό του και να δηλώσει ότι “κρούει ντουφέκι για την τάδε”.
Αυτό όμως, γινόταν όταν οι συγγενείς της νύφης δεν ήθελαν τον γαμπρό, γιατί ήταν αχαμνόμερος, δηλαδή από πιο αδύνατη οικογένεια. Με το βάρεμα αυτό του ντουφεκιού, τα πράγματα εξελίσσονταν σοβαρά, γιατί ο νέος δέσμευε το κορίτσι και γιατί κανένας δεν έπαιρνε γυναίκα άλλου χωρίς να υπολογίσει μαζί του έχθρα μέχρι θανάτου. Επακόλουθα λοιπόν: ή γάμος με απαγωγή, ή με συγκατάθεση ή έχθρα. Η γυναίκα δεν είχε γνώμη για τον άντρα που θα έπαιρνε τις περισσότερες φορές. Πρωτοέβλεπε δε τον αρραβωνιαστικό της μετά τους αρραβώνες.
Κάποτε, κάποια Μαρία με τις φίλες της, καθισμένες στην ρούγα του χωριού, μια Κυριακή, σιγομιλούσαν και γέλαγαν, …όταν ξαφνικά,ακούστηκε ένας σμπάρος!! Τι είναι αυτή η ντουφεκιά έκαναν όλες έκπληκτες. Και η ωραία Μαρία, που είχε μυριστεί τον αρραβώνα της με έναν που δεν τον ήθελε, είπε ήρεμα: “Δεν είναι τίποτα κορίτσια, εμένα σκότωσε ο πατέρας μου”. Στους νεόνυμφους, η καθιερωμένη ευχή ήταν να αποκτήσουν εννιά γιους και μια θυγατέρα. Χρειαζόταν βλέπετε και η θυγατέρα γιατί από αυτήν θα ξανάβγαιναν άλλοι εννιά γιοι.
«Νύφη μου ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι, το ταίρι σου ʽναι ζηλευτό κιʼ όμορφο παλικάρι, στο σπίτι το πεθερικό στη γειτονιά οπού ʽρθες σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν δέντρο να ριζώσεις, και σαν μηλιά γλυκομηλιά, τους κλώνους σου νʼ απλώσεις υγιούς εννιά νʼ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα».